- πλευριτώνω
- Ν [πλευρίτης]1. κάνω κάποιον να πάθει πλευρίτιδα («μάς έχεις μέσα στα ρεύματα και θα μάς πλευριτώσεις»)2. κάνω κάποιον να κρυολογήσει3. (ενεργ. αμτβ. και παθ.) πλευριτώνω και πλευριτώνομαια) προσβάλλομαι από πλευρίτιδαβ) προσβάλλομαι από κρυολόγημα.
Dictionary of Greek. 2013.