πλευριτώνω

πλευριτώνω
Ν [πλευρίτης]
1. κάνω κάποιον να πάθει πλευρίτιδα («μάς έχεις μέσα στα ρεύματα και θα μάς πλευριτώσεις»)
2. κάνω κάποιον να κρυολογήσει
3. (ενεργ. αμτβ. και παθ.) πλευριτώνω και πλευριτώνομαι
α) προσβάλλομαι από πλευρίτιδα
β) προσβάλλομαι από κρυολόγημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλευριτώνω — πλευρίτωσα, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος, 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει, ώστε να πάθει πλευρίτιδα, να πουντιάσει: Με πλευρίτωσε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., πουντιάζω, κρυολογώ, παθαίνω πλευρίτιδα, και παθ. πλευριτώνομαι: Κάθισα ιδρωμένος στο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλευρίτωμα — το, Ν [πλευριτώνω] 1. η πλευρίτιδα 2. κρυολόγημα, πούντιασμα …   Dictionary of Greek

  • πλευριτώνομαι — πλευριτώνομαι, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: πλευριτώνομαι : στα λεξικά αναφέρεται και ενεργητικός τύπος πλευριτώνω, ακόμα και με παθητική έννοια (→ παθαίνω πλευρίτιδα). Είναι σπάνιος σε σχέση με το πλευριτώνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”